- συμβούλησις
- συμβούλ-ησις, εως, ἡ,A goodwill, help,
θεῶν Hld.8.11
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεῶν Hld.8.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συμβούλησις — ήσεως, ἡ, Α [συμβούλομαι] βοήθεια, συνδρομή … Dictionary of Greek
συμβουλήσει — συμβούλησις goodwill fem nom/voc/acc dual (attic epic) συμβουλήσεϊ , συμβούλησις goodwill fem dat sg (epic) συμβούλησις goodwill fem dat sg (attic ionic) συμβούλομαι will fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)